Νησί καταπράσινο, παραλίες απίστευτης ομορφιάς, νερά στο χρώμα του σμαραγδιού και μια έντονη αύρα πολιτισμού. Είναι η Κεφαλονιά, που λάμπει στο Ιόνιο πέλαγος. Το μεγαλύτερο από τα Ιόνια νησιά και ένας από τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς. Το πράσινο και το μπλε εναρμονίζονται, η φύση έχει απλόχερα προσφέρει στο νησί. Πεύκα, κυπαρίσσια και ελιές και στις κορυφές του Αίνου η κεφαλληνιακή ελάτη. Στις πλαγιές του βουνού καλλιεργούνται τα κλήματα από τα οποία παράγεται η Ρομπόλα, το ξακουστό λευκό κρασί της Κεφαλονιάς.
Εκπληκτικός και ο πλούτος του θαλάσσιου βυθού της. Εκεί βρίσκουν καταφύγιο οι σπάνιες χελώνες καρέτα-καρέτα, εκεί και οι επίσης σπάνιες φώκιες μονάχους-μονάχους. Το κοσμοπολίτικο Αργοστόλι είναι η πρωτεύουσα, πολυσυλλεκτική και δραστήρια, υπάρχουν όμως πολλοί γραφικοί οικισμοί προς τέρψη των ταξιδιωτών, όλοι τους ξεχωριστοί, γεμάτοι ιστορία, μνημεία και παράδοση, και με καλαίσθητες εστίες διασκέδασης, από κομψά μπαράκια μέχρι ταβερνάκια όπου ευωδιάζει η νόστιμη κεφαλλονίτικη κουζίνα. Και όσον αφορά τις παραλίες: πολλές, αμέτρητες, ξεχωριστές. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο επισκέπτης ερωτεύεται αυτό το με τις πολλές χάρες φιλόξενο νησί και επιστρέφει με κάθε ευκαιρία.
Η Κεφαλονιά (Κεφαλληνία) είναι το μεγαλύτερο και πιο ορεινό νησί των Επτανήσων έχει έκταση περίπου 773 τ.χλμ. και σε αυτό κατοικούν περίπου 35.801 κάτοικοι. Μεγάλο μέρος της έκτασης του καταλαμβάνει η οροσειρά Αίνος χαρακτηρισμένη ως Εθνικός δρυμός με σημαντικότερες κορυφές τις Μέγας Σωρός (1.628μ.), Αγία Δυνατή (1.131μ.), Ευμορφία (1.043 μ.) και Κόκκινη Ράχη (1.078 μ.) Ο Αίνος είναι από τα όρη με τις πλέον έκτακτες καιρικές συνθήκες, δεχόμενο πρώτο στην Ελλάδα τα χαμηλά βαρομετρικά που έρχονται από Δυσμάς. Είναι διάσημος για την μοναδική στον Κόσμο “Κεφαλληνιακή Μαύρη Ελάτη” και γι’ αυτό ονομάζεται ”Monte Nero” (Μαύρο Βουνό) και για τις αγέλες των αγρίων μικρόσωμων αλόγων του της φυλής «Equus caballus». Οι σημαντικότερες πεδιάδες είναι αυτές της Κραναίας, της χερσονήσου Παλικής, του Αρακλείου και της Σάμης.
Οι ακτές της Κεφαλονιάς σχηματίζουν πολλούς κόλπους και ακρωτήρια. Σπουδαιότεροι κόλποι είναι της Σάμης, του Μύρτου, του Λουρδά, του Αθέρα, του Φισκάρδου, του Λιβαδιού, του Αργοστολίου γνωστός και ως Κουτάβου. Κυριότερα ακρωτήρια είναι (αρχίζοντας από το νότο και προχωρώντας με ανατολική κατεύθυνση) ο Πόρος, η Μούντα, η Κάπρος, το Σαρακήνικο, ο Μύτικας, το Κεντρί, το βορεινό Δαφνούδι, στα βορειοδυτικά ο Αθέρας, στα δυτικά τα Ορθολίθια, η Σκίζα και ο Γερόγομπος και νοτιότερα το Ακρωτήρι και η Αγία Πελαγία, ο Λιάκας, ο Καστανάς κ.ά. Οι ακτές είναι γενικά βραχώδεις και απότομες προς το Ιόνιο, ενώ έχουν ηπιότερους σχηματισμούς προς την ανατολική πλευρά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σπήλαια του νησιού, όπως τα βαραθρώδη Μελισσάνη, Αγκαλάκι, Αγίων Θεοδώρων, Ζερβάτη, η Σπηλιά Δρογκαράτη, το σπήλαιο Σάκκου κ.ά.
Η παραλία Μύρτος στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού έχει ψηφιστεί 11 φορές ως η καλύτερη ελληνική θάλασσα σύμφωνα και ανάμεσα στις 5 καλύτερες σε όλο τον κόσμο.
Η Κεφαλονιά έχει πλούσια ιστορία και μυθολογία.
Τα περίεργα γεωλογικά φαινόμενα με την ορεινή μορφολογία του εδάφους, αλλά και τις πολλές ”υδάτινες διαδρομές” δίνουν σπάνια και ξεχωριστή ομορφιά στη Κεφαλονιά Βραχώδες ακτές, αμμώδεις παραλίες, καταπράσινα βουνά και το υπέροχο χρώμα της θάλασσας, κάνουν το μεγαλύτερο νησί του Ιονίου ξεχωριστό.
Η ιστορία της Κεφαλλονιάς ξεκινά πριν από πολλούς αιώνες.
Η μυθολογία της Κεφαλονιάς ξεκινά από τη Μεσολιθική περίοδο (10000 – 6000 π.Χ.), όπου υπήρχαν στο χώρο του νησιού εγκαταστάσεις που συνεχίστηκαν στη Νεολιθική περίοδο καθώς επίσης στη Πρωτοελλαδική (2600 – 2000 π.Χ.) και Μεσοελλαδική (2000 – 1600 π.Χ.). Στη περιοχή της Σκάλας αλλά και της Σάμης έχουν βρεθεί αρκετά λίθινα εργαλεία από πυριτόλιθο ή οψιανό. Ελάχιστα αρχαιολογικά ίχνη έχουν αφήσει οι δύο πρώτες περίοδοι του χαλκού. Έντονη δραστηριότητα παρατηρήθηκε στη Μυκηναϊκή περίοδο, την οποία στο νησί μαρτυρά μια σειρά από θολωτούς ή λαξευτούς τάφους που οι σπουδαιότεροι βρέθηκαν στα Μαζαρακάτα, στα Μεταξάτα, στη Λακήθρα, στα Διακάτα Κρανιάς και στην Κοντογενάδα Παλικής. Η Κεφαλονιά και τα άλλα νησιά της περιοχής συνδιάστηκαν – εξαιτίας της ύπαρξης μυκηναϊκών ευρημάτων – με ένα μεγάλο μυκηναϊκό βασίλειο θαλάσσιου χαρακτήρα, του οποίου το όνομά του μέχρι και σήμερα παραμένει άγνωστο. Ίσως λένε οι αρχαιολόγοι, μια περιοχή του να ανομάζοταν ”Τάφος” (στη Παλική υπάρχει η ονομασία Ταφιός). Οι άρχοντες αυτού του βασιλείου ανήγαν τη καταγωγή τους στον Περσέα, τον θρυλικό βασιλιά των Μυκηνών. Όπως μας λέει ο μύθος οι βασιλιάδες της μυκηναϊκής Κεφαλονιάς διεκδίκησαν τη βασιλεία των Μυκηνών και γι αυτό το σκοπό επιχειρήθηκε εκστρατεία εναντίον των νησιών με τον Αμφιτρύωνα, στην οποία έλαβε μέρος ο Κέφαλος από το Θορικό της Αττικής και ο Έλειος από το Έλος της Μεσσηνίας. Στόχος ήταν οι περιοχές των Ταφίων και των Τηλεβόων…και η μυθολογία για την Κεφαλονιά συνεχίζεται….
Ο Αμφιτρύων κατόρθωσε να νικήσει και όπως λέει ο μύθος δώρισε το νησί στους δύο ήρωες που τον συνόδευαν. Ο ένας από αυτούς ήταν ο Κέφαλος, οποίος λέγεται ότι χάρισε το όνομά του στο νησί (αυτή είναι η μία εκδοχή). Βέβαια κάτι τέτοιο αμφισβητείται πολύ καθώς στις πήλινες πινακίδες της Πύλου αναφέρεται λαός ”Κεφαλλήνες” ή ”Κεφαλλάνες”, που κατοικούσαν στη δυτική Ελλάδα. Στη Λειβαθώ όπου και βρέθηκαν σπουδαία ευρήματα μυκηναϊκών νεκροπόλεων, λένε ότι είχε εγκατασταθεί ο Κέφαλος. Το νησί αναφέρεται και ως Τετράπολις από τα ονόματα των 4 γιών του Κέφαλου. Η Πάλη περιλάμβανε ολόκληρη τη δυτική χερσόνησο του νησιού (τη σημερινή Παλλική) και ήταν χτισμένη στο λόφο Ντούρι ή Παλιόκαστρο. Η Κράνη ήταν χτισμένη επάνω στον μυχό της λιμνοθάλασσας του Κουτάβου (μέχρι και σήμερα διατηρούνται ίχνη από τα κυκλώπεια τείχη) και περιλάμβανε το νότιο τμήμα του νησιού στα δυτικά του Αίνου. Οι Πρόννοι που ήταν στα νοτιοανατολικά της Κεφαλονιάς και τη Σάμη που ήταν χτισμένη σε δύο λόφους, πάνω ακριβώς από τη σημερινή κωμόπολη και περιλάμβανε όλη τη πρώην επαρχία της Σάμης. Αυτές οι τέσσερις πόλεις ήταν μικρές ανεξάρτητες δημοκρατίες και έκοβαν τα δικά τους νομίσματα.
Το όνομα του Έλειου διατηρείται μέχρι και σήμερα στη νότια Κεφαλλονιά, εκεί η περιοχή λέγεται Ελειός. Στα Μαυράτα βρέθηκε ένας θολωτός τάφος μαζί με άλλες αρχαιότητες της ίδιας περιόδου. Το σχήμα το λαξευτών τάφων είναι παρόμοιο με άλλους τάφους που ανακαλύφθηκαν στη περιοχή της Μεσσηνίας, στη Τριφυλία, απ’ όπου φαίνεται να εισήχθη ο μυκηναϊκός πολιτισμός στη Κεφαλονιά, στη Ζάκυνθο και στην Ιθάκη. Όπως μας λέει και ο ειδικός Σπύρος Μαρινάτος, η ακμή της Σάμης χρονολογείται κατα τη μυκηναϊκή περίοδο. Εκεί κατοίκησε ο Αγγαίος, περίφημος ήρωας στην προομηρική περίοδο, που μετοίκησε στη Κεφαλονιά από τη Πελοπόνησσο. Είναι τόσες πολλές οι μαρτυρίες εκείνης της περιόδου για το νησί, σε αντίθεση με την Ιθάκη, που έχει οδηγήσει πάρα πολλού ειδικούς να ταυτίσουν την Ομηρική Ιθάκη με τη σημερινή Κεφαλονιά. Λένε μάλιστα ότι ο βασιλιάς Οδυσσέας και η σύντροφός του Πηνελόπη, να αποτελούν παλιές θεότητες της Αρκαδίας. Έτσι πιθανολογείται ότι στη Κεφαλονιά πήγαν Αχαιοί από την Αρκαδία και μετέφεραν εκεί τους θεούς και τους ήρωές τους. Εξάλλου ο λαός του Οδυσσέα ονομαζόταν ”Κεφαλλήνες” και κατείχε την Ιθάκη, τη Ζάκυνθο, την ακτή της Ακαρνανίας και της Σάμης. Η ονομασία όμως ”Κεφαλληνία” αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς (Ηρόδοτος) μόνο το 450 π.Χ. Οι Κεφαλλήνες λοιπόν έδωσαν το όνομά τους στη Κεφαλονιά (η δεύτερη εκδοχή της ονομασίας του νησιού). Η Κεφαλονια με τη πλούσια μυθολογία της, γίνεται αντικείμενο έρευνας και συζητήσεων μέχρι τις μέρες μας.
Στο αρχαιολογικό μουσείο Αργοστολίου μπορείτε να θαυμάσετε όλα τα σπουδαία αυτά ευρήματα, ιδίως από τους Μυκηναϊκούς τάφους των Μαζαρακάτων, των Κοκολάτων και της Λακύθρας. Τελευταίο εύρημα το μικρό αρχαίο θέατρο στο Φισκάρδο, που βρέθηκε τυχαία κατά τη διάρκεια εκσκαφών για την ανέγερση κατοικίας.
Οι πρώτες αναφορές στην ιστορία για τη Κεφαλονιά υπάρχουν από τη περίοδο των Περσικών πολέμων, όπου βρίσκουμε τους Κεφαλλήνες να συμμετέχουν στη μάχη των Πλαταιών. Το 434 π.Χ. κεφαλληνιακά πλοία έλαβαν μέρος στη ναυμαχία των Κορινθίων εναντίον των Κερκυραίων, αποκρούοντας μάλιστα με επιτυχία την εκδικητική συμπεριφορά των Κορινθίων. Στο Πελοποννησιακό πόλεμο και οι τέσσερις πόλεις της Κεφαλονιάς τάχθηκαν στο πλευρό των Αθηναίων. Μετά το τέλος του πολέμου, η Κεφαλονιά εγκατέλειψε την ηττημένη Αθήνα, όμως το 372 π.Χ. τάχθηκε και πάλι στο πλευρό της, στον αθηναϊκό αγώνα εναντίον του Φιλίππου. Το 218 π.Χ. ο Φίλλιπος Ε’ έπλευσε με το στόλο του εναντίον της Κεφαλονιάς και παρόλο που αποβιβάστηκε στους Πρόννους οι δυσκολίες του εδάφους τον ανάγκασαν να αποχωρήσει και να στραφεί προς τη Πάλη, την οποία αν και πολιορκούσε επίμονα, απέτυχε να τη καταλάβει για να αποχωρήσει μετά από καιρό.
Το νησί παρέμεινε ανεξάρτητο και αυτόνομο, δυστυχώς όχι για πολύ, καθώς ο Ρωμαίος ύπατος Μάρκος Φούλβιος Νονβιλίωρ, αφού κατέλαβε την Αιτωλία, προχώρησε εναντίον της Κεφαλονιάς και την κατέλαβε τελικά το 187 π.Χ. Η Σάμη σύντομα επαναστάτησε και ο Ρωμαίος ύπατος επί 4 μήνες πολιορκούσε τη πόλη, για να τη καταλάβει τελικά, αφού χρειάστηκε να φέρει πολιορκητικές μηχανές από την ηπειρωτική Ελλάδα. Οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν τη πόλη, πούλησαν ως δούλους τους κατοικούς της και αποκόμισαν πλούσια λάφυρα, γεγονός που μας δείχνει την ακμή και ευημερία της Σάμης. Η αρχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Κεφαλονιά μόλις άρχιζε.
Το 495 μ.Χ και μετά τη διαίρεση του Ρωμαικού κράτους σε ανατολικό και δυτικό, η Κεφαλονιά ανήκει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αντιμετώπισε με επιτυχία πάρα πολλές επιθέσεις πειρατών απο τα παράλια της Αφρικής παίζοντας σπουδαίο ρόλο στην άμυνα του Βυζαντίου. Η κάθοδος των Νορμαδών στη Μεσόγειο σήμανε την απαρχή πολλών περιπετειών για το νησί. Το 1084 ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, κύριος της Καλαβρίας και της Απουλίας στη Κάτω Ιταλία, νίκησε μεταξύ Κεφαλονιάς και Κέρκυρας τους ενωμένους στόλους Ενετών και Βυζαντινών, επιχειρώντας να καταλάβει τη Κεφαλονιά χώρις όμως επιτυχία. Πέθανε μέσα στο πλοίο του στις 17 Ιουνίου του 1085 όταν ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Πανόρμου, αφήνοντας ως ανάμνηση το όνομά του στη μικρή πόλη, η οποία από τότε ονομάζεται Φισκάρδο (μετά φυσικά απο μια μικρή παραφθορά). Έτσι το νησί παρέμεινε σε Βυζαντινή εξουσία.
Πλούσια ιστορια για τη Κεφαλονια βρίσκουμε κατά τη περίοδο της Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας. Το 1103 η Κεφαλονιά λεηλατήθηκε από τον στόλο τον Σταυροφόρων, με επικεφαλής τον επίσκοπο Πίζας, το 1125 αποβιβάστηκαν Ενετοί και Γενουάτες και το 1147 κατελήφθη από τον Ρογήρο Β’, βασιλιά της Νορμανδίας. Το 1185 ο βασιλιάς της Σικελίας Γουλιέλμος Β’, απέσπασε την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη από τους Βυζαντινούς, παραχωρώντας τα στο ναύαρχό του Μαργαριτώνη, δημιουργώντας έτσι τη λεγόμενη κομητεία, Κεφαλονιάς – Ζακύνθου και Ιθάκης. Ο Ματθαίος ή Μάγιο Ορσίνι αντικατέστησε τον Μαργαριτώνη, το 1194 και αναγνώρισε ως ανώτατη εξουσία τον βασιλιά της Σικελίας. Το 1236 έγινε υποτελής του Γοδεφρείδου Β’ Βιλεαρδουίνου, πρίγκιπα της Αχαϊας. Μετά το θάνατο του Ματθαίου (1248), διάδοχος τη κομητεία ανέλαβε ο γιός του ο οποίος ανεξαρτοποιήθηκε από τον πρίγκιπα της Αχαϊας το 1288, δίνοντας όρκο υποτέλειας στον Κάρολο της Νάπολης, προμηνύοντας έτσι τη παρουσία της δυναστείας των Ανδηγαυών στη Κεφαλονιά. Ο Ιωάννης Α’ ανέλαβε τη κομητεία το 1303 μετά το θάνατο του πατέρα του (Ριχάρδος), ο οποίος μετά τον γάμο του με τη κόρη του δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου, Μαρία, πήρε ως προίκα τη Λευκάδα και συνάμα το τίτλο του Κόμη – Κεφαλονιάς, Ζακύνθου και Λευκάδος. Το 1316 η κομητεία πέρασε στον έλεγχο του γιού του Ιωάννη, Νικόλαου, ο οποίος έδωσε όρκο υποτέλειας στον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο, χρίστηκε δεσπότης και βαφτίστηκε Χριστιανός για να αμβλύνει το μίσος εναντίον του από τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Το 1323 τον διαδέχθηκε ο αδερφός του, Ιωάννης, ο οποίος αναγνώρισε την κυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα, παντρεύτηκε την Άννα Παλαιολογίνα, ασπαστηκε επίσης την ορθόδοξη πίστη και πήρε το επώνυμο των Αγγέλων Κομνηνών, εγκαταλείποντας φυσικά το επώνυμο των Ορσίνι. Η γυναίκα του, Άννα, τον διαδέχθηκε μετά το θάνατό του (1335) και κάπου εκεί σταμάτησε και η περίοδος δυναστείας των Ορσίνι στη Κεφαλονιά.
Ανδεγάνοι, Τόκκοι, τη καταλαμβάνουν διαδοχικά. Με ένα μεσοδιάστημα τουρκικής κυριαρχίας (1479 -1481) & (1485 -1500), ακολουθεί για 3 σχεδόν αιώνες η Βενετική κυριαρχία (1500-1797). Είχε προηγηθεί το 1537 επιδρομή και λεηλασία του νησιού από τον τούρκο πειρατή (με ελληνική καταγωγή…!!!), Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, παίρνοντας μαζί του και χιλιάδες αιχμαλώτους.
Ο Τουρκικός κίνδυνος έπαψε να υπάρχει οριστικά μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, στην οποία συμμετείχαν και επτανησιακά πλοία. Λέγεται ότι το 1548, οπότε και η Κεφαλονιά κατελήφθη από τους Ενετούς, ήταν ένα νησί έρημο με μόλις 1.400 κατοίκους. Οι Ενετοί στήριξαν της εξουσία τους αποκλειστικά στους ευγενείς, των οποίων οι οικογένειες καταγράφονταν στη ”Χρυσή Βίβλο” (Libro d’ Oro). Αργότερα στη διάρκεια της Βενετικής κυριαρχίας, οι Βενετοί αξιωματικοί εγκαθιστούν στο κάστρο του Αγίου Γεωργίου τη Γενική Διοίκηση και το ορίζουν ως πρωτεύουσα του νησιού. Όμως λίγο αργότερα και λόγω της γεωγραφικής θέσης του Αργοστολίου (αλλά και της σπουδαιότητας του λιμανιού), μεταφέρουν εκεί τη πρωτεύουσα το 1757.
Στις 11 Ιουλίου 1797 τα γαλλικά στρατεύματα, κήρυκες των αρχών της Γαλλικής επανάστασης, αποβιβάστηκαν στη Κεφαλονιά με το κόσμο να τους υποδέχεται με ενθουσιασμό και χαρά, αλλά και με πολύ ανησυχία – εκ μέρους των ευγενών. Σχημάτισαν προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση, ο αρχιεπίσκοπος Ιωαννίκιος Άννινος ευλόγησε το ” δέντρο της ελευθερίας” και έριξαν στις γλόγες τη ”Χρυσή Βίβλο”, τους τίτλους και τα προνόμοια των ευγενών της Ενετοκρατίας. Η γαλλική κατοχή διήρκησε έικοσι μήνες, καθώς οι στόλοι της Ρωσίας και Τουρκίας έφτασαν στο Αργοστόλι στις 29 Οκτωβρίου 1798. Η δημιουργία της Ιόνιου Πολιτείας υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (21 Μαρτίου 1800) καθώς και η μετέ[ειτα εφαρμογή του λεγόμενου ”βυζαντινού πολιτεύματος”, το οποίο παραχωρούσε προνόμια μόνο σε όσους ήταν εγγεγραμμένοι στη Χρυσή Βίβλο, προκάλεσε εξεγέρσεις στη Κεφαλονιά. Αλλεπάλληλες στάσεις σημειώθηκαν το 1800, το 1801 και το 1802, με πολλές λεηλασίες, πυρκαγιές, ενώ ένοπλοι χωρικοί κατέλαβαν την πρωτεύουσα. Αυτή τη περίοδο δύο κόμματα κυριάρχισαν, του Ματαξά και του Άννινου, ενώ συνάμα για τα πρωτεία του νησιού το Αργοστόλι και το Ληξούρι, άρχισαν το δικό τους ”αγώνα” (που καλά κρατά ως τις μέρες μας). Το 1806 συντάχθηκε νέο σύνταγμα που τελικά δεν εφαρμόστηκε, γιατί τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν στη Γαλλία από τον τσάρο. Η δεύτερη γαλλική κατοχή διήρκησε 3 χρόνια, γιατί το 1809 ο αγγλικός στόλος με απόβαση που πραγματοποίησε κατέλαβε εκτός τη Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο και τα Κύθηρα.
Σημαντικό ρόλο για τη μετέπειτα πορεία και ανάπτυξη του νησιού έπαιξαν οι Άγγλοι, που από το 1809 και μετά κυριάρχησαν στο νησί. Ο Φίλλιπος Ντε Μποσσέ, τότε διοικητής, κατασκεύασε δρόμους στο Αργοστόλι και τη Λειβαθό, αλλά και τη γνωστή γέφυρα του Δραπάνου. Κατασκευάστηκαν επίσης το Δικαστικό Μέγαρο Αργοστολίου, το Τελωνείο, το Φανάρι των Αγίων Θεοδώρων από τον τοποτηρητή Κάρολο Ιάκωβο Νάπιερ. Από το 1848 ιδίως και μετά, έχουμε τους αγώνες των Επτανησίων κατά της Αγγλικής κατοχής με πρωτεργάτες τους Ριζοσπάστες της Κεφαλονιάς, Γεράσιμο Λιβαδά, Ηλία Ζερβό-Ιακωβάτο και Ιωσήφ Μομφεράτο. Στις εκλογές του 1850 για την Ένατη Βουλή της Επτανήσου, εξελέγησαν στη Κεφαλονιά οι ριζοσπάστες Ηλίας Ζερβός, Ιωσήφ Μομφεράτος, Γεράσιμος Λιβαδάς, Ιωάννης Τυπάλδος – Καπελέτος, Δοτοράτος, Γεώργιος Τυπάλδος – Ιακωβάτος και Σταματέλος Πηλαρινός. Το 1851 οι Άγγλοι εξορίζουν πάλι τον Μομφεράτο και το Ζερβό, επιβάλοντας πιό σκληρά μέτρα και περιορισμό έκφρασης στους κατοίκους του νησιού, αλλά τίποτε δε στάθηκε εμπόδιο να πραγματοποιηθεί η Ένωση των Επτανήσων με την υπόλοιπη Ελλάδα τον Μάιο του 1864, όπου και σημαίνει το τέλος της αγγλικής προστασίας – κατοχής.
Η Κεφαλονια έχει πολλές αναφορές στη νεότερη ελληνική ιστορια. Από το 1940 έως το 1943 οι Ιταλοί σα σύμμαχοι των Γερμανών, βρέθηκαν να έχουν κατακτήσει τη Κεφαλονιά. Όμως το Σεπτέμβριο του 1943 διαδραματίστηκε στη Κεφαλονιά ένα από τα συγκλονιστικότερα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: Η Σφαγή χιλιάδων Ιταλών στρατιωτικών της ’’Μεραρχία Acqui’’ από τους Γερμανούς κατά την Ιταλογερμανική σύρραξη (οι νεκροί ήταν περισσότεροι από 10.000). Εκείνη την περίοδο γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το Αργοστόλι και κοντινούς οικισμούς προκαλώντας δεκάδες θύματα από τον άμαχο πληθυσμό. Μεγάλες καταστροφές έγιναν σε πολλά κτίρια και αρχαιολογικούς χώρους. Η περίοδος της Γερμανικής κατοχής, αν και πιο μικρή από την υπόλοιπη Ελλάδα, υπήρξε ιδιαίτερα επώδυνη για τους Κεφαλλονίτες, όπου δεκάδες πατριώτες αγωνιστές εκτελέστηκαν από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής. Σα να μην έφταναν όλα αυτά ακολούθησε και ο αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’40. Οι σεισμοί του 1953 κυριολεκτικά ισοπέδωσαν ότι είχε αφήσει πίσω του ανέπαφο, ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος. Τα γεγονότα εκείνης της εποχής άλλαξαν δραματικά και την ιστορία του νησιού. Τα ¾ της Κεφαλονιάς είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, οι νεκροί ήταν δεκάδες και οι τραυματίες ακόμα περισσότεροι. Η μετανάστευση και η φυγή προς τη ναυτιλία ως διέξοδος στην ανεργία τα χρόνια που ακολούθησαν τον σεισμό του 1953 έφεραν, όχι μόνο την πληθυσμιακή κατάρρευση της Κεφαλλονιάς, αλλά και τον οικονομικό μαρασμό, την πολιτιστική και κοινωνική απραγία. Η δεκαετία του ’80 αποτελεί την περίοδο της αναστροφής στην ευρύτερη περιοχή του νομού. Κατά την απογραφή του 1981 ο Νομός Κεφαλληνίας έχει την θλιβερή πρωτιά σε πληθυσμιακή μείωση σε όλη την Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, 20 χρόνια μετά – στην απογραφή του 2001 ο Νομός Κεφαλληνίας είναι από τους πρώτους σε αύξηση πληθυσμού στην Ελλάδα. Μέχρι σήμερα συνεχίζει σταθερά τη δυναμική αναπτυξιακή του πορεία και αποτελεί μια από τις πιο δυναμικές τουριστικές περιοχές της χώρας μας.
To κάστρο κατασκευάστηκε αρχικά από τον Λεονάρδο Τόκο, επισκευάστηκε από τους Τούρκους και ενισχύθηκε τελικά από τους Ενετούς. Έτσι διασώζεται από τον 16ο αιώνα. Οι Βενετοί αξιωματικοί εγκαθιστούν στο Κάστρο Αγίου Γεωργίου τη γενική διοίκηση και το ορίζουν ως πρώτη πρωτεύουσα του νησιού. Να σημειώσουμε πως κατά την βενετική κυριαρχία ζούσαν εκεί 15.000 άνθρωποι στο εσωτερικό του και στα γύρω χωριά. Από το μικρό εκκλησάκι που είναι χτισμένο στη κορυφή του λόφου και είναι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο πήρε και το όνομά του. Στις 24 Νοεμβρίου του 1750 παραδόθηκε υπόμνημα το οποίο και ανέλυε την αναγκαιότητα εγκατάλειψης της περιοχής εκεί και τη μεταφορά όλων των οχυρών κοντά στις θάλασσες και στα λιμάνια.
Η Κεφαλονιά έχει προταθεί σαν η πιθανότερη πατρίδα του Ομηρικού Οδυσσέα αντί για την γειτονική Ιθάκη. Ο Ρομπέρ Μπίττλεστον στο έργο του “Οδυσσέας Λυόμενος” προτείνει ότι η χερσόνησος της Κεφαλονιάς Παλική την Εποχή του Ορείχαλκου ήταν νησί και μάλλον πρόκειται για την Ομηρική Ιθάκη. Μια ομάδα ξεκίνησε τις εργασίες το καλοκαίρι του 2007 και εργάστηκε τρία χρόνια για να εξετάσει το ενδεχόμενο. Στα Ομηρικά κείμενα δεν εμφανίζεται το όνομα της νήσου με την σημερινή του μορφή αλλά με άλλες ονομασίες όπως Δουλίχιον, Σάμος ή Σάμη. Σε αυτή τη μορφή διατηρείται το όνομα μίας εκ των μεγάλων πόλεων της νήσου από την αρχαιότητα έως σήμερα. Ο Όμηρος αναφέρει σαφέστατα ότι ο λαός τον οποίο ηγείται ο Οδυσσέας ονομαζόταν Κεφαλλήνες. . Τα δύο “λ” τα χρησιμοποίησε ο Όμηρος χάριν ευφωνίας του μέτρου του δεκαπεντασύλλαβου, όπου το σύμφωνο “λ” στους “Κεφαλλήνες”, είχε κάποιαν μεγαλύτερα διάρκεια κατά την εκφώνησή του ακριβώς όπως συμβαίνει και με την λέξη “Έλληνες”. Η Κεφαλονιά σχετίζεται επίσης με την Θεά Βριτόμαρτις σαν η τοποθεσία που “δέχτηκε θείες τιμές από τους κατοίκους με το όνομα Λάφρια”.