Το μεγαλύτερο νησί του Ιονίου, που προσελκύει τους παραθεριστές με τις απαράμιλλες φυσικές του ομορφιές, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει και στους φιλάγιους επισκέπτες πολύτιμους πνευματικούς θησαυρούς, αφού είναι πλουσιοπάροχα ευλογημένο από τον Θεό. Στο αγιοστόλιστο νησί του Ιονίου η χάρις του Θεού ανέδειξε φωτεινές πνευματικές μορφές, που καταλαμπρύνουν την Ορθόδοξη Εκκλησία και αποτελούν καύχημα και σημείο ευλαβικής αναφοράς για τους κατοίκους του νησιού, αλλά και για τους πολυπληθείς προσκυνητές, που το επισκέπτονται.
Στις δυτικές ακτές της Κεφαλονιάς έφτασε ως ναυαγός ο Απόστολος των Εθνών Παύλος και κήρυξε στο νησί το Ευαγγέλιο του Χριστού, ενώ το 1555 έφτασε στην Κεφαλονιά ο θαυματουργός προστάτης των Ορθοδόξων και πολιούχος του νησιού, ο Άγιος Γεράσιμος ο Νοταράς (1509 – 1579), του οποίου το ιερό σκήνωμα παραμένει άφθαρτο και θαυματουργεί αδιαλείπτως.
Στο όμορφο Ληξούρι της Κεφαλονιάς γεννήθηκαν και εκοιμήθηκαν οσιακώς ο Όσιος Άνθιμος ο Κουρούκλης (1727 – 1782), ο και επονομαζόμενος τυφλός ιεραπόστολος του Αιγαίου και πολιούχος της νήσου Αστυπαλαίας, και ο ταπεινός ιερέας Άγιος Παναγής ο Μπασιάς (1801 – 1888), που διακρίθηκε για τον ένθεο ζήλο και το διορατικό του χάρισμα. Σημαντική υπήρξε η παρουσία στο νησί του φλογερού ισαποστόλου και διδασκάλου του Γένους, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (1714-1779), που έφτασε το 1777 στην Κεφαλονιά και πραγματοποίησε ιεραποστολική περιοδεία στο νησί, αλλά και η καρποφόρα παραμονή του Γενάρχη του Φιλοκαλισμού, του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά Αρχιεπισκόπου Κορίνθου (1731 – 1805), που ήρθε στο νησί το 1771 για να προσκυνήσει το χαριτόβρυτο λείψανο του συγγενούς και συντοπίτου του, του Αγίου Γερασίμου, και διέμεινε στο μοναστήρι των Ομαλών συλλέγοντας παραινέσεις και υποδείγματα οσίων Πατέρων.
Αλλά και κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αγιοστόλιστη Κεφαλονιά έχει να προσφέρει φωτεινά παραδείγματα ομολογητών και αγωνιστών της πίστεως. Έτσι στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σάμης έζησαν και εκοιμήθηκαν οσιακώς οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί με την προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», που τους δόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων τους και της ανάδειξής τους από την αφάνεια.
Η Μονή Άτρου βρίσκεται κοντά στον Πόρο. Πρόκειται για το αρχαιότερο μοναστήρι της Κεφαλονιάς, καθώς υπολογίζεται πως δημιουργήθηκε τον 8ο αιώνα, κατά την πρώιμη Βυζαντινή Εποχή. Είναι χτισμένη σε ύψωμα ακριβώς πάνω από την θάλασσα, σε υψόμετρο 760 μέτρων. Αφού ανέβετε ως εκεί θα θαυμάσετε τον Μεσαιωνικό πύργο και το Αρχονταρίκι που διασώζονται.
Η Μονή Άτρου λειτούργησε ως ανδρικό κοινόβιο και για πολλούς αιώνες επηρέασε την πνευματική ζωή του Πόρου και όλης της ευρύτερης περιοχής. Είναι αφιερωμένη στα Γενέθλια της Θεοτόκου και γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου. Σήμερα πλέον έχει 2 μοναχούς να ζουν στα κελιά που είναι πρόσφατα ανακαινισμένα κι έτσι κάθε χρόνο στην γιορτή, πιστοί από την ευρύτερη περιοχή ανεβαίνουν ως εδώ και την προετοιμάζουν για να τελεστεί η πανηγυρική λειτουργία.
Τα Μεσαιωνικά κτίσματα της Μονής Άτρου, μεταφέρουν τους επισκέπτες στο κλίμα και τις εικόνες ενός νησιωτικού βυζαντινού μοναστηριού. Ολόκληρο το σύστημα του Μοναστηριού, με τα κελιά, τους βοηθητικούς χώρους και το καθολικό διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση ως σήμερα.
Το επίσημο όνομα της Μονής Άτρου είναι «Ιερά Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Άτρου»
Ο Άγιος Γεράσιμος είναι ο πολιούχος της Κεφαλονιάς. Ήταν απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Νοταράδων και ο προπάππους του ήταν ο τελευταίος Πρωθυπουργός του Βυζαντίου. Μετά τις σπουδές του στα πιο ονομαστά ιδρύματα της εποχής, ο Άγιος Γεράσιμος έγινε μοναχός στο Άγιο Όρος και στη συνέχεια ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα όπου έμεινε για δώδεκα χρόνια.
Το 1555 μ.Χ. έφτασε την Κεφαλονιά και πέρασε πέντε χρόνια σε μια σπηλιά στη Λάσση ως ερημίτης.
Το 1560, μετακόμισε στο οροπέδιο των ομαλών, όπου επισκεύασε το παρεκκλήσι που υπήρχε εκεί και ίδρυσε μια μονή που την ονόμασε ‘Νέα Ιερουσαλήμ’. Σήμερα η μονή είναι καλύτερα γνωστή ως η μονή του Άγιου Γεράσιμου και είναι το ιερότερο μέρος στην Κεφαλονιά. Η διαδρομή από το Αργοστόλι μέχρι τη μονή είναι 11 χιλιόμετρα. Για να φτάσετε στη μονή περνάτε από το χωριό Ροζάτα, όπου μπορείτε να κάνετε στάση και να απολαύσετε τη θέα του Ληξουρίου και του Αργοστολίου. Στη συνέχεια, περνάτε μέσα από τη ζώνη της Ρομπόλας και τα χωριά Φραγκάτα και Βαλσαμάτα. Μετά την πεδιάδα των 40 πηγαδιών, φτάνετε στη μονή. Η μονή είναι χτισμένη σε μια εκπληκτική τοποθεσία που περιβάλλεται από αμπέλια.
Η καινούργια εκκλησία χτίστηκε μετά το σεισμό του 1953. Στο εσωτερικό της φυλάσσονται τα λείψανα του αγίου σε μία ασημένια σαρκοφάγο. Απεβίωσε στις 15 Αυγούστου 1579, αλλά η ονομαστική εορτή γιορτάζεται στις 16 Αυγούστου. Επιπλέον γιορτάζεται και στις 20 Οκτωβρίου επειδή όταν ο τάφος του ανοίχτηκε τον Οκτώβριο του 1851, το σκήνωμά του ήταν άθικτο. Θάφτηκε και πάλι και ο τάφος ανοίχτηκε για δεύτερη φορά στις 20 Αυγούστου 1852, αλλά το σκήνωμά του ήταν ακόμα ανέπαφο. Στο εσωτερικό της παλιάς εκκλησίας, βρίσκεται η είσοδος στο ερμητήριο του αγίου. Έχει πρόσβαση μέσω ενός μεσαίου μεγέθους ανοίγματος, αλλά παραδόξως όλοι μπορούν να περάσουν ανεξαρτήτως μεγέθους. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι παρόλο που οι επισκέπτες χρειάζεται να γονατίσουν όσο βρίσκονται στο ερμητήριο, υπάρχει η θεωρία ότι δεν λερώνονται από το λασπωμένο δάπεδο.
Λόγω της δημοτικότητας του αγίου, η εκκλησία αυτή είναι παγκόσμιος χώρος προσκυνήματος και πολλοί άνθρωποι συγκεντρώνονται κάθε χρόνο για να τιμήσουν τη μνήμη του αγίου. Το σκήνωμά του είναι ανοικτό για το κοινό πέντε φορές το χρόνο. Στις 16 Αυγούστου και στις 20 Οκτωβρίου γίνονται δύο λιτανείες για να μεταφερθεί το λείψανο του αγίου στον γέρικο πλάτανο που φύτεψε ο ίδιος ο άγιος και βρίσκεται κοντά στην εκκλησία.
Ανεξάρτητα από τα πιστεύω σας, η επίσκεψη στη μονή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μπορείτε να θαυμάσετε τους θησαυρούς της και την πολιτισμική κληρονομιά του όμορφου νησιού της Κεφαλονιάς!
Ο Όσιος Παναγής ο Μπασιάς γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλληνίας, το 1801 μ.Χ., και ήταν γιός ευσεβών και επιφανών γονέων, του Μιχαήλ Τυπάλδου – Μπασιά και της Ρεγγίνας Δελλαπόρτα. Έμαθε Ιταλικά, Γαλλικά, Λατινικά και καταρτίσθηκε στη φιλοσοφία και τη θεολογία.Μικρός ακόμα χειροθετείται αναγνώστης και στην αρχή της σταδιοδρομίας του διορίζεται γραμματοδιδάσκαλος και εξασκεί το λειτούργημα του διδασκάλου, αλλά εμπνεόμενος από τα ριζοσπαστικά κηρύγματα του Κοσμά Φλαμιάτου και Ευσεβίου Πανά, εκκλησιαστικών αναστημάτων της εποχής, οι οποίοι υπεράσπιζαν ότι οι Άγγλοι (κυρίαρχοι της Επτανήσου) προστάτες, ουσιαστικά τύραννοι, επιβουλεύονται το ορθόδοξο φρόνημα των κατοίκων, αφήνει το δημόσιο σχολείο και παραδίδει μαθήματα κατ’ οίκον συνεχίζοντας την αποστολή του.
Σε ηλικία 20 ετών, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έχοντας έμφυτη κλίση και επηρεαζόμενος από την προσωπικότητα του πολιούχου μεγάλου ασκητού Αγίου Γερασίμου και του γείτονός του, επίσης μεγάλου ασκητού Αγίου Ανθίμου, εγκαταλείπει τα πάντα και φθάνει στο «Ξηρ
οσκόπελο», μικρό νησάκι στην κάτω Λειβαθώ Βλαχερνών και τόπο εξορίας κληρικών από του Άγγλους. Εξόριστος τις ημέρες εκείνες ήταν και ο περίφημος Ζακύνθιος κληρικός Νικόλαος Καντούνης. Δεν έμεινε όμως πολύ διάστημα καμφθείς από τις ικεσίες της χήρας μητέρας του και της απροστάτευτης αδελφής του. Επιστρέφει λοιπόν μοναχός στον κόσμο, αλλά ολόκληρη η ζωή του αποδεικνύεται συνεχής ασκητικός αγώνας και συνεπής επαγρύπνηση των μοναχικών ιδεών και αποφάσεών του.
Το 1836 μ.Χ. χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος, με το όνομα Παΐσιος, υπό του Αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας Παρθενίου Μακρή. Δεν επεζήτησε εφημαριακή θέση. Συνήθως λειτουργούσε στο εξωκκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνος στον Πλατύ Γιαλό, όπου συνέρρεε πλήθος πιστών, για να λειτουργηθεί και να ακούσει τα θερμά κηρύγματά του. Υπήρξε η προσωποποίηση της ελεημοσύνης και θερμός συμπαραστάτης των αδυνάτων. Έλαβε από τον Θεό το χάρισμα της προφητείας και «προΰλεγε τὰ μέλλοντα συμβαίνειν εἰς πρόσωπα, οἰκογενείας καὶ γενικώτερον τῆς κοινωνίας», όπως γράφεται στην εισήγηση της Αγιοκατάταξης του.
Στις 21 Μαΐου 1864 μ.Χ., γεύεται τη χαρά της Ενώσεως της Επτανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα, για την οποία εργάσθηκε με τον δικό του αντιστασιακό τρόπο πλησίον των ηρώων ριζοσπαστών, διατηρώντας και καλλιεργώντας την Ορθόδοξη Παράδοση, σε τόσο δύσκολες πολιτικές και κοινωνικές περιόδους.
Το 1867 μ.Χ., με τους φοβερούς σεισμούς της Παλλικῆς, γκρεμίζεται η οικία του και από τότε φιλοξενείται στην οικία του ξαδέλφου του Ιωάννου Γερουλάνου, πατέρα του σπουδαίου χειρουργού Μαρίνου Γερουλάνου.
Λόγω της διαδοθείσης φήμης από τα πολλά θαύματα, αποφεύγοντας το φοβερό ύφαλο της πνευματικής ζωής, τον επάρατο εγωισμό, καταφεύγει στη γνωστή μέθοδο μεγάλων Ασκητών να προσποιείται τον τρελό, και έτσι συγκαταριθμείται στη χορεία των Δια Χριστόν σαλών Αγίων.
Για πέντε έτη ταλαιπωρείται κλινήρης. Και ασθενής συνεχίζει να ευλογεί, να ειρηνεύει, να καθοδηγεί, να συμβουλεύει τους Χριστιανούς, οι οποίοι νυχθημερόν τον επισκέπτονται. Εκεί δέχεται την επίσκεψη του νέου Αρχιεπισκόπου Γερμανού Καλλιγά, στον οποίο προλέγει την ανάρρησή του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών.
Ο Όσιος Παναγής κοιμήθηκε το 1888 μ.Χ., και στην πάνδημη μετά τριήμερο κηδεία του εξεφώνησε περίφημο επικήδειο ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γερμανός Καλλιγάς.
Η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου έγινε στις 6 Ιουνίου 1976 μ.Χ. και η Αγιοκατάταξη του έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο δια Πατριαρχικής και Συνοδικής Αποφάσεως την 4η Φεβρουαρίου 1986 μ.Χ.
Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται εντός αργυρής θήκης στον ιερό ναό Αγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου, όπου και ο τάφος του.
Θαύμα του Οσίου Παναγή Μπασιά – Αφήγηση Γεράσιμος Δρακόπουλος
«…Ο αείμνηστος πατήρ μου, τότε, διηγήθη ένα καταπληκτικό θαύμα του Παπά- Μπασιά, το οποίον έζησε επί των ημερών του Παπά-Μπασιά ο πατήρ του πατρός μου – παππούς μου – Βασίλειος Δρακόπουλος, πρωτοψάλτης και συνθέτης πολλών εκκλησιαστικών ασμάτων.
Το θαύμα έχει ως εξής:
Εις το Αργοστόλιον, επί των ημερών του Παπά-Μπασιά, ζούσε μία οικογένεια αρχοντική και πολύ πλούσια, δεν ενθυμούμαι καλώς το όνομα της οικογενείας, ήτις απετελείτο από τέσσερα άτομα, τον σύζυγο, την σύζυγο και δύο άρρενα τέκνα. Οικογένεια λίαν ευσεβής και ενάρετος, ακόμη περισσότερον η κυρία, της οποίας η ζωή ήτο πλήρης αγαθοεργών πράξεων.
Μετά πάροδον ετών απέθανεν ο σύζυγος και έμεινε η χήρα με τα δύο τέκνα της.
Αυτή επεδόθη εις το να διαπαιδαγωγή και νουθετή τα τέκνα της επί το χριστιανικώτερον, συνάμα επεξέτεινε την ανθρωπιστική δράσιν της, βοηθούσα κάθε πτωχόν, επισκεπτομένη ασθενείς κατ’ οίκον και βοηθούσα αυτούς, ασθενείς εις νοσοκομείον και καταδίκους εν φυλακαίς, βοηθούσα και νουθετούσα αυτούς προς την χριστιανική πίστιν.
Όταν τα τέκνα της έφθασαν εις ηλικίαν το μεν πρώτον 21 ετών, ένα βράδυ καθήμενοι μετά το δείπνον εις την τραπεζαρία, το πρώτο τέκνον ησθάνθη ένα ισχυρό πόνον εις την κεφαλήν. Αμέσως έπεσε κάτω αναίσθητο, το έβαλαν εις το κρεβάτι καλέσαντες πάραυτα τον ιατρό.
Ούτος διεπίστωσε σοβαρωτάτην κατάστασιν, προετοιμάσας την κυρία δια το μοιραίον. Η κυρία ακούσασα αυτά που της είπεν ο ιατρός, κατέφυγε εις το εικονοστάσιο της οικίας της και γονυκλινής όλη την νύκτα εδέετο εις την Παναγίαν δια την σωτηρίαν του υιού της. Το πρωί δυστυχώς απεβίωσε το παιδί της.
Αυτή παρ’ όλο το πένθος και την μεγάλη λύπη της, συνέχισε την χριστιανική και ανθρωπιστική δράσι της. Μετά πάροδον όμως ενός έτους, ένα βράδυ ευρισκομένη πάλι μετά του ετέρου υιού της εις την τραπεζαρία, βλέπει απροόπτως το παιδί της να βγάζη μία κραυγή πόνου και να πίπτη κάτω αναίσθητο, όπως και το πρώτο της παιδί. Αμέσως κάλεσε τον ιατρό, όστις διεπίστωσε την ιδία περίπτωσι με το πρώτο της παιδί, αποφανθείς ότι δεν υπάρχει ουδεμία ελπίς διασώσεως αυτού. Αυτή κλαίουσα και εν απελπισία ευρισκομένη, κατέφυγε πάλι εις το εικονοστάσιο της οικίας της, και γονυκλινής όλη την νύκτα μετά δακρύων παρεκάλει τον Θεό, την Παναγία, και τον Άγιο Γεράσιμο, όπως σώσουν το παιδί της, και λόγω της χριστιανικής της δράσεως, την λυπηθούν και αποδώσουν πλήρως την υγείαν του παιδιού της. Δυστυχώς την επομένη, που ήλθεν ο ιατρός, διεπίστωσε τον θάνατο του υιού της.
Τότε η Κυρία εκμανείσα μετεβλήθη εις θηρίον ανήμερον, παύσασα τελείως την προηγουμένη δράσιν της, υβρίζουσα συνεχώς τον Θεό και τους αγίους, μη δεχομένη κανένα εις την οικίαν της. Έδωσε δύο φωτογραφίας των παιδίων της εις καλόν ζωγράφον, να της φτιάξη τα δύο πορτραίτα εις φυσικόν μέγεθος, τα όποια όταν ο ζωγράφος της παρέδωσεν, αυτή τα επλαισίωσε με πολυτελή πλαίσια, και εκκενώσασα των επίπλων το σαλόνι της, τα εκρέμασεν εις τους δύο τοίχους το εν απέναντι του άλλου, καλύψασα αυτά δι’ υφάσματος – τούλι – τοποθετήσασα κάτωθεν αυτών από ένα κηροπήγιον με μία λαμπάδα, τας οποίας κάθε τόσον ήναπτε και ατενίζουσα τα τέκνα της συζητούσε με αυτά.
Μία των ημερών, ο Παπα-Μπασιάς εμβάς εις πλοιάριον από εκείνα που την εποχήν εκείνη εκτελούσαν το πέρασμα Ληξουρίου – Αργοστολίου επήγε εις Αργοστόλιον. Εξελθών του πλοιαρίου με την ράβδο του, σιγά σιγά επήγαινε κατευθείαν εις την οικίαν της κυρίας αυτής. Φθάσας εκεί εκτύπησε την θύρα. Εβγήκε εις το παράθυρον η κυρία, και ιδούσα τον Παπά-Μπασιά τον οποίο δεν εγνώριζε, εξεμάνη υβρίζουσα αυτόν με τας χυδαιοτέρας φράσεις.
Ο Παπά-Μπασιάς, δίχως να ταραχθή, ήρεμα – ήρεμα την παρακάλεσε δια τρίτη φοράν να του ανοίξη, που ήθελε κάτι να της ειπή. Αυτή έτι περισσότερον συνέχισε να τον υβρίζη. Τότε ο Παπά-Μπασιάς είπε: «Ή μου ανοίγεις, ή ανοίγω», και με την ράβδο του έκανε το σημείο του Σταυρού εις την πόρταν, ήτις αυτομάτως ήνοιξε, και ήρχισεν ο Παπά-Μπασιάς να ανέρχεται την κλίμακα. Η κυρία ιδούσα αυτό που έγινε, έμεινεν άφωνος μη δυναμένη να εκστομίσει ούτε λέξιν.
Ο Παπά-Μπασιάς προχώρησε κατ’ ευθείαν εις το σαλόνι (ασφαλώς Θεία βουλήσει) ειπών εις την κυρίαν να τον ακολουθήση. Ήνοιξε την θύρα του σαλονιού, και λέγει εις την κυρία: κάθισε εις την γωνίαν και θα ιδής κάτι που δεν το επερίμενες. Σταθείς επ’ ολίγον εις προσευχήν ο Παπά-Μπασιάς, βλέπει η κυρία να σηκώνονται τα δύο σκεπάσματα των εικόνων των παιδιών της, και να κατέρχωνται ζωντανά εις το μέσον του δωματίου, να εξάγουν ταυτοχρόνως δύο περίστροφα, ταυτοχρόνως να πυροβολή ο ένας τον άλλον, και οι δύο ταυτοχρόνως να πίπτουν νεκροί επί του δαπέδου.
Κατόπιν του γεγονότος τούτου ευρέθησαν τα πορτραίτα ως πρότερον, σαν να μην είχε συμβή τίποτε.Η κυρία άφωνος και τρομαγμένη παρακολουθούσε τα διατρέξαντα, και τότε ο Παπά- Μπασιάς της λέγει: Κυρία μου ο Θεός δια να σε αγαπά σε εφύλαξε να μην ιδής αυτό πού είδες τώρα, και επήρε μαζί Του τα δύο τέκνα σου δια φυσικού θανάτου, διότι τα δύο σου τέκνα είχαν αγαπήσει μίαν και την αυτή γυναίκα, και επρόκειτο να σκοτωθούν δια του τρόπου που είδες δι’ αυτήν. Ως εκ τούτου να μεταμεληθής, καί να ευχαριστής τον Θεό, και να συνεχίσης την προτέρα σου χριστιανικήν δράσιν.
Πραγματικά αυτή μεταμεληθείσα, επεδόθη ψυχή και σώματι εις την προτέραν της δράσιν και εις μεγαλυτέραν κλίμακα».
(ΠΗΓΗ βιβλίο «Άγιος Παναγής Μπασιάς», πρωτοπρεσβ. Κων. Σ. Γκέλη. Αθήναι, 1987.)
Φανέντες θαυμαστῶς ἀθληταὶ κεκρυμμένοι,
καρδίας πιστῶν σπεύδετε κατευφραίνειν.
Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αγιοστόλιστη Κεφαλονιά έχει να προσφέρει φωτεινά παραδείγματα ομολογητών και αγωνιστών της πίστεως. Έτσι στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σάμης έζησαν και κοιμήθηκαν οσιακώς οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί με την προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», που τους δόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων τους και της ανάδειξής τους από την αφάνεια.
Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου μ.Χ. αιώνα, τα οποία γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361 μ.Χ.), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή.
Μία κοιλάδα, η οποία ονομάζεται Σάμη (Samos κατά τη λατινική γραφή) και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα, αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.
Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν. Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί.
Αξιοσημείωτη είναι και η επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων.
Σύμφωνα με τα λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη λέπρα Μιχαήλ.
Η μονή των Αγίων Φανέντων είναι κτισμένη στην κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και σε υψόμετρο 226μ. Η ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 μ.Χ. και τα σωζόμενα ερείπια ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλονιάς από τους Νορμανδούς το 1185 μ.Χ. άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, που οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Στα τέλη του 15ου μ.Χ. αιώνα έχουμε την επανασύσταση της μονής, η οποία μέχρι και τον 18° μ.Χ. αιώνα ακτινοβολεί προσελκύοντας πολλούς μοναχούς, προσκυνητές, αλλά και ξένους περιηγητές.
Η θρησκευτική πολιτική των Άγγλων στα Επτάνησα οδήγησε στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα στην ερήμωση της μονής, η οποία ολοκληρώθηκε με τους σεισμούς του 1953 μ.Χ., που κατερείπωσαν το ιστορικό μοναστήρι. Από το τέμπλο του καθολικού της ιστορικής μονής διασώθηκε η παλαιά εφέστια εικόνα των τριών Αγίων, που χρονολογείται το 1654 μ.Χ. και φυλάσσεται σήμερα στον περικαλλή ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης. Δίπλα στα ερείπια της μονής ανεγέρθηκε αργότερα παρεκκλήσιο, όπου κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη των τριών ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλονιάς.
To θαύμα της Παναγίας Γραβαλιώτισσας στην Κεφαλονιά
Νοτιοανατολικά της Κεφαλονιάς, στο μικρό χωριό Πάστρα, εδώ και αρκετούς αιώνες συμβαίνει ένα φαινόμενο που ειδικοί επιστήμονες δεν μπόρεσαν ακόμη να το εξηγήσουν.Μαραμένοι κρίνοι που τοποθετούνται στην ιερή εικόνα της Παναγίας κάθε Δεκαπενταύγουστο, «ζωντανεύουν».Βγάζουν πράσινα φυλλαράκια και μπουμπούκια έτοιμα να ανθίσουν. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μία νύχτα.
«Είναι το θαύμα της Παναγίας της Γραβαλιώτισσας» όπου οι κάτοικοι του χωριού περιμένουν κάθε χρόνο με ανυπομονησία τη Παναγία να τους «φανερωθεί» όπως λένε.
Η Παναγία η Γραβαλιώτισσα πήρε το όνομά της από τα «γράβαλα», όπως τα λένε οι Κεφαλλονίτες, δηλαδή τις τσουγκράνες.
Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, πριν από αιώνες, το 1720, άρχοντας του τόπου ήταν ο Κόντε Λιανός.
Στις αρχές του Αυγούστου είχαν ξεκινήσει οι προετοιμασίες για τη νέα σοδειά των αμπελιών.Τότε ένας υπηρέτης καθαρίζοντας τα ξερά χόρτα με τα γράβαλα, τις τσουγκράνες, γράπωσε ένα ξύλο.Προσπαθώντας να το βγάλει από τα δόντια του γράβαλου, διαπίστωσε ότι το ξύλο ήταν μία εικόνα της Παναγίας.Άναυδος ο φτωχός εργάτης, πήρε την εικόνα και την τοποθέτησε σε ένα σωρό από ξερά και πεταμένα χόρτα και έτρεξε να ειδοποιήσει τον Κόντε.Εκείνος τότε του έδωσε εντολή να πάει την εικόνα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.
Το ίδιο βράδυ όμως, ο Κόντες είδε την Παναγία στον ύπνο του να του λέει: γιατί με πήρες από το σπίτι μου; Νωρίς το πρωί ο Κόντες πήγε και πήρε την εικόνα με σκοπό να την κρατήσει στο σπίτι του. Ο Κόντες είχε μια κόρη άρρωστη, καθηλωμένη για πολλά χρόνια, σε μια αναπηρική καρέκλα.
Μόλις η νεαρή κοπέλα αντίκρισε την εικόνα, ανασηκώθηκε στα δύο της πόδια και με αργά προσεκτικά βήματα, την προσκύνησε . Μετά από αυτό ο Κόντες πήρε απόφαση να χτιστεί η εκκλησία της Παναγίας στο μέρος στο οποίο βρέθηκε η εικόνα. Πηγαίνοντας όμως οι εργάτες εκεί, ήρθαν αντιμέτωποι με κάτι συγκλονιστικό.
Ο σωρός με τα ξερά χόρτα στον οποίο είχε τοποθετήσει ο εργάτης την εικόνα είχε ανθήσει και μέσα από τα ξερά κλαδιά διακρινόταν πράσινα φύλλα και μικρά ανθισμένα μπουμπούκια κρίνων.
Έτσι χτίστηκε η εκκλησία που μετέπειτα έγινε ιερά μονή, η οποία στο πέρασμα του χρόνου καταστράφηκε και οι πληροφορίες που διασώζονται είναι ελάχιστες.
Το μόνο που σώθηκε ακέραιο είναι η εφέστιος εικόνα της Μονής που δεσπόζει στη σημερινή εκκλησία της Παναγίας της Γραβαλιώτισσας και σε ανάμνηση εκείνου του θαύματος και κάθε Δεκαπενταύγουστο, στην εορτή της, ανθίζουν, ανεξήγητα, οι ξεροί κρίνοι, τους οποίους μαζεύουν οι γυναίκες του χωριού από τον Απρίλιο μέχρι το Μάιο και τους τοποθετούν στα εικονίσματα των σπιτιών τους αφήνοντάς τους να ξεραθούν.
Την πρώτη του Αυγούστου παίρνουν τους ξερούς κρίνους και τους πηγαίνουν στην εκκλησία.
Ο ιερέας της εκκλησίας ανοίγει τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και τοποθετεί τους κρίνους μέσα σε αυτή. Από τις 10 έως τις 15 Αυγούστου τα ξερά κλωνάρια των κρίνων βγάζουν πράσινα φύλλα και ένα ολόδροσο μπουμπούκι, το οποίο είναι έτοιμο να ανθίσει.
Έτσι στην εορτή της Παναγίας, μετά το τέλος της θείας λειτουργίας ο ιερέας ανοίγει την εικόνα και βγάζει τους ανθισμένους κρίνους και τους μοιράζει σε ευλογία των πιστών.
«Πρόκειται για ένα ανεξήγητο φαινόμενο, που συμβαίνει κάθε χρόνο τον Δεκαπενταύγουστο και κρατά θερμή την πίστη όλων των Κεφαλλονιτών, αλλά και του κόσμου που έρχεται να προσκυνήσει και να λάβει την ευλογία από την εικόνα της Παναγίας της Γραβαλιώτισσας» .
Σύμφωνα με την παράδοση στην νότια Κεφαλονιά, στο χωριό Μαρκόπουλο πριν πάρα πολλά χρόνια οι κάτοικοι είδαν ένα δέντρο να καίγεται και οι φλόγες να φτάνουν πολύ ψηλά.
Έτρεξαν να σβήσουν τη φωτιά για να μην καεί το δάσος και το χωριό.
Όταν έφθασαν οι χωρικοί είδαν το δέντρο εντελώς καμένο και στην καμένη ρίζα του ήταν ακουμπισμένη μια πολύ όμορφη εικόνα της Παναγίας, η οποία ήταν ανέπαφη από την φωτιά.
Οι κάτοικοι πήραν την εικόνα στα χέρια τους, την προσκύνησαν και την κατέβασαν στο χωριό και την τοποθέτησαν στην εκκλησία του χωριού τους, που ήταν στην πλατεία.
Το επόμενο πρωί πήγαν και οι άλλοι στην εκκλησία για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας.
Όμως η εικόνα έλειπε και δεν βρισκόταν πουθενά.Κάποιος πήγε στο βουνό και βρήκε την εικόνα στο καμένο δέντρο, την κατέβασε στο χωριό και ρωτούσε ποιος την πήγε εκεί.
Έτσι οι κάτοικοι αποφάσισαν να κλειδώσουν την εκκλησία. Όμως τρεις φορές η εικόνα έλειπε και την ξανάβρισκαν στο καμένο δέντρο.
Τότε οι χωρικοί πίστεψαν πως η επιθυμία της Παναγίας είναι να βρίσκεται εκεί και γι’ αυτό έχτισαν μία εκκλησία και τοποθέτησαν εκεί την Παναγία.
Μετά από λίγο καρό χτίστηκε γυναικείο μοναστήρι. Μία μέρα όμως είδαν να πλησιάζουν πειρατικά καράβια και να πλησιάζουν πειρατές στο μοναστήρι με σκοπό να το λεηλατήσουν.
Τότε οι μοναχές φοβήθηκαν και ζήτησαν την προστασία της Παναγίας.
Ζήτησαν από την Παναγιά να τις κάνει πουλιά ή φίδια, να φύγουν, να πετάξουν, για να παραμείνουν αμόλυντες από τους πειρατές που είχαν άσχημες διαθέσεις και ω του θαύματος η προσευχή τους εισακούσθηκε και η Παναγία τις μετέτρεψε σε φιδάκια.
Και από τότε και κάθε Δεκαπενταύγουστο συμβαίνει κάτι περίεργο και θαυμαστό.
Από την εορτή της Μεταμορφώσεως εμφανίζονται μέσα κι έξω από τον ναό φίδια. Είναι τα λεγόμενα «φίδια της Παναγίας».
Ειδικοί που τα έχουν εξετάσει δεν μπορούν να τα εντάξουν σε κανένα είδος και τα θεωρούν μοναδικά.
Είναι λευκόγκριζα με μάτια σπινθηροβόλα και στο κεφαλάκι τους σχηματίζεται ένας μικρός σταυρός.
Είναι αυτά, τα φιδάκια της Παναγιάς, θαύμα μοναδικό και ανεπανάληπτο που μόνο με την καρδιά μπορεί κάποιος να το κατανοήσει και όχι με τον νου.
Η Μονή Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιά ιδρύθηκε το 1587 από την κόμισσα Ρωξάνη. Μια εικόνα του Αγίου Ανδρέα βρέθηκε κάτω από μια μηλαπιδιά, κι έτσι η μονή πήρε το όνομά της από το δέντρο. Βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο Εκκλησιαστικό Μουσείο του Άγιου Ανδρέα και οι επισκέπτες εκπλήσσονται από τους θησαυρούς και την ομορφιά του.
Η μονή ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής εποχής και επανιδρύθηκε το 1579 όταν τρεις ντόπιες πνευματικές αδελφές η Βενεδίκτη, η Λεοντία και η Μαγδαληνή αγόρασαν τη γη, όπου βρισκόταν κάποτε το εκκλησάκι του Αποστόλου Ανδρέα κι άρχισαν ένα μικρό γυναικείο μοναστήρι.
Το 1639 η ελληνορουμάνα πριγκίπισσα Ρωξάνη, που μετονομάστηκε σε μοναχή Ρωμυλία, ξεκίνησε τη μοναστική ζωή της. Η πλούσια πριγκίπισσα αφιέρωσε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων στο μοναστήρι κι έφερε ένα πολύτιμο πνευματικό θησαυρό από το Άγιο Όρος. Ήταν τα ιερά λείψανα του δεξιού ποδιού (πέλματος) του Αποστόλου Ανδρέα, με την τρύπα από τη σταύρωση του Αγίου.
Η μονή διαθέτει επίσης ένα Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο που ιδρύθηκε το 1988, το οποίο βρίσκεται στον παλιό ναό που ήταν το μοναδικό κτίσμα που σώθηκε από το σεισμό του 1953. Οι θησαυροί τέχνης που βρίσκονται εκεί χρονολογούνται μεταξύ 1300-1900 μ.Χ.
Εκτός από τις υπάρχουσες τοιχογραφίες και εικόνες που βρίσκονται στο μοναστήρι, έχουν μεταφερθεί στο μουσείο κι άλλες από εγκαταλελειμμένες εκκλησίες σε όλη την Κεφαλονιά.
Κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής στις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρξε σύγκρουση μεταξύ των καλογριών και των Βρετανών που διέκοψαν προσωρινά τις Θείες Λειτουργίες στη Μονή και κάλυψαν τις όμορφες νωπογραφίες της με ασβέστη το 1832, διότι το Μοναστήρι – ένα Ελληνορθόδοξο επίκεντρο – τηρούσε αρνητική στάση προς τη βρετανική κατοχή.
Τώρα οι θησαυροί της Μονής και οι εικόνες επιδεικνύονται με υπερηφάνεια και ανάμεσά τους υπάρχει μια ζωγραφιά της μοναχής Ρωμυλίας με τους γονείς της.
Στη Μονή εκτελούνται αγρυπνίες συνεχώς και η Θεία Λειτουργία πραγματοποιείται κάθε Κυριακή. Οι μοναχές περνούν τον υπόλοιπο χρόνο τους φτιάχνοντας επίσημα ράσα για επισκόπους, χειροτεχνίες και κηπουρική. Η Μονή πανηγυρίζει δύο φορές το χρόνο – την Παρασκευή μετά το Πάσχα και στις 30 Νοεμβρίου που είναι η ημέρα της γιορτής του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα.
Στις πλαγιές του Αίνου μπορείτε να επισκεφθείτε και μερικά από τα σημαντικότερα μοναστήρια της Κεφαλονιάς, ξεκινώντας βέβαια από την Ι.Μ. Αγίου Γερασίμου, στα Ομαλά. Από την θέση Αγραπιδιές προς την είσοδο του Εθνικού Δρυμού συναντάμε το μοναστήρι του Αγίου Ελευθερίου, το μεγάλο πανηγύρι του οποίου γίνεται ακριβώς εδώ μέσα Ιουλίου. Σε υψόμετρο 800 μ. πάνω από τα Αργίνια, στην ανατολική πλευρά του Αίνου συναντάμε την Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Αργινίων. Πηγάδι με καθαρό νερό από τα έγκατα του Αίνου ξεδιψάει εδώ πιστούς και επισκέπτες. Γύρω από την Μονή εντοπίζεται ο βιότοπος των άγριων αλόγων του Αίνου. Κατεβαίνοντας προς την Σάμη τώρα, συναντάμε τα ερείπια από το Μοναστήρι της Γρούσπας αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Η Μονή ιδρύθηκε στο τέλος του 16ου αιώνα και λειτούργησε μέχρι το 1805. Τέλος, λίγο πιο χαμηλά από την κορυφή του Αίνου θα βρούμε ερείπια ιερού, αφιερωμένου στο Αινήσιο ή Αίνειο Δία, που αναφέρει και ο Ησίοδος στο έργο του.